Του Εμμανουήλ Αντ. Εμμανουηλίδη
Δικηγόρου Αρείου Πάγου
Μεταδιδακτορικού Ερευνητή Νομικής ΑΠΘ
Διαπιστευμένου Διαμεσολαβητή-DPO
Νομολογία
Στη νομολογία των Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων παρατηρείται μεγάλος αριθμός απορριπτικών αποφάσεων επί αιτήσεων ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, λόγο δολιότητας των αιτούντων. Πολλάκις η δολιότητα εδράζεται στον ενδεχόμενο δόλο που επέδειξε ο δανειολήπτης, ιδίως κατά τη λήψη των πιστώσεων. Εξαιτίας των απορριπτικών αποφάσεων λόγω ενδεχόμενου δόλου στα δικαστήρια της ουσίας για ρυθμίσεις χρεών οι αιτούντες προσφεύγουν με αναίρεση στον Άρειο Πάγο· αυτό συμβαίνει και σε περιπτώσεις θετικών για τους δανειολήπτες αποφάσεων οπότε και οι πιστωτές προσφεύγουν στον Άρειο Πάγο ζητώντας να γίνουν δεκτές οι ενστάσεις δολιότητας που προβάλλουν.
Η κατάσταση σήμερα
Σήμερα, σε ακυρωτικό βαθμό νομολογείται[1] ότι για την αποδοχή της ένστασης δόλου των πιστωτών θα πρέπει αυτή να προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο και σαφή.
Άρειος Πάγος
Ιδίως η απόφαση 515/2018 του Αρείου Πάγου θέτει τα εξής κριτήρια που πρέπει να πληροί η ένσταση ώστε να είναι ορισμένη. Θα πρέπει να αναφέρονται: Α) τα τραπεζικά προϊόντα τόσο κατά το αρχικό ύψος τους όσο και κατά το τελικό. Πολλάκις αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας δεν αναφέρουν το αρχικό ύψος των δανείων αλλά μόνο το τελικό). Β) O χρόνο που o δανειολήπτης τα συμφώνησε. Αντιστοίχως, αποτελεί λόγο αναίρεσης η μη αναφορά της αρχική και συγκεκριμένης ημεροχρονολογίας έκαστης δανειακής σύμβασης και ιδίως όταν αντ’ αυτής γίνεται επίκληση ενός γενικόλογου χρονικού διαστήματος αρκετών ετών). Γ) Οι οικονομικές δυνατότητες του οφειλέτη κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών. Δέον όπως αναφέρονται όχι μόνο τα φορολογικά έγγραφα αλλά τα πραγματικά ή οι ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές δυνατότητες (ιδίως όταν προ του 2010 υπήρχε η εύλογη προσδοκία να αυξάνονταν συνεχώς τα εισοδήματά κυρίως ενός εργαζόμενου δανειολήπτη).[2]
Ερμηνεία
Η ερμηνεία ότι οι πιστωτές αρκεί να προβαίνουν σε συνοπτική αναφορά για να αποδείξουν την ένστασή τους (λόγω έλλειψης πρόσβασης σε οικονομικά στοιχεία του αιτούντος) κρίνεται προβληματική: Οι πιστωτές έχουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά τόσο ως απαιτούμενα δικαιολογητικά του φακέλου δανειοδότησης όσο και προαπαιτούμενα σχετικά έγγραφα τόσο για την υποβολή της αίτησης μετά το Ν. 4335/2015 όσο και για τις αιτήσεις προ του 2013 κατά την επικαιροποίησή τους κατά το Ν. 4161/2013 και -για τις σήμερα εκκρεμείς προς εκδίκαση- κατά τον ηλεκτρονικό επαναπροσδιορισμό τους κατά το Ν. 4745/2020 (όπου και ο πιστωτής συναινεί στην άρση του φορολογικού απορρήτου του και έχουν στα φορολογικά του έγγραφα πρόσβαση οι πιστωτές).[3] Άλλωστε είναι πολλάκις παρατηρούμενο φαινόμενο στη δικαστηριακή πρακτική οι πιστωτές να προβάλουν αδιακρίτως και παρελκυστικά την ένσταση δόλου χωρίς ούτε κατ’ ελάχιστο να προσπαθούν να την τεκμηριώνουν ή αποδεικνύουν.
Κρίνεται αναγκαίο να τονιστεί ότι για την κατάφαση της ύπαρξης ενδεχόμενου δόλου θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο η συγκριτική ανασκόπηση των φορολογητέων εισοδημάτων του δανειολήπτη, αλλά ορθό κριτήριο πρέπει να είναι η αποπληρωμή ή μη των δόσεων και έως πότε αυτές καταβάλλονταν. Έτσι άσχετα με την επίκληση των φορολογικών εγγράφων αν προκύπτει χρόνος παύσης των πληρωμών μεταγενέστερος από αυτόν των οικονομικών/φορολογικών ετών (που ο πιστωτής επικαλείται ότι υπήρχε αρχική αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων), τότε ο δανειολήπτης κρίνεται πιστοληπτικά ικανός και ότι δεν έδρασε δολίως. Συνεπώς η δικανική κρίση, τόσο στον ακυρωτικό βαθμό όσο και στα δικαστήρια της ουσίας, δε θα πρέπει να βασιστεί μόνο στα φορολογικά έγγραφα, αλλά θα πρέπει να εστιάζει στο αν αυτά ανταποκρίνονται με τον χρόνο παύσης των πληρωμών. Άλλωστε στο αυτό συμπέρασμα καταλήγει και αξιόλογη νομολογία:[4] οι αποφάσεις αυτές κρίνουν σαφώς πως είναι αδιάφορα τα φορολογικά εισοδήματα αν τα ίδια οικονομικά/φορολογικά έτη ο δανειολήπτης καταβάλει προσηκόντως τις δόσεις
Τονίζεται ότι οι προρρηθείσες αποφάσεις του Αρείου Πάγου από το 2018 και εντεύθεν αντιστρέφουν την προτέρα νομολογία του ακυρωτικού.[5] Πέραν των αρχικώς αναφερομένων σημαντικές είναι οι πλέον πρόσφατες -έτους 2019 και 2020- αποφάσεις του Αρείου Πάγου, που κρίνουν ομοίως.[6]
Τέλος δικονομικά, αβάσιμα και απαράδεκτα προβάλλεται η ένσταση δολιότητας από τους πιστωτές από τις μετέχουσες στη δίκη τράπεζες (έχουν αυτές το βάρος απόδειξης της ένστασης δόλου που προβάλλουν), όταν δεν προσκομίζουν στοιχεία περί της οικονομικής κατάστασής του δανειολήπτη κατά τον κρίσιμο χρόνο λήψης των πιστώσεων, δυνατότητα που της δίνει η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του Ν. 3869/2010.[7]Τα ζητήματα αυτά πραγματεύεται, πέραν των γενικών συγγραμμάτων του Κρητικού[8] και των Βενιέρη-Κατσά,[9] οι εγνωσμένης αξίας επιστημονικές δημοσιεύσεις των Σπυράκου,[10] αλλά και Μαμαδά,[11] ενώ αντιθετικά κινείται η εισήγηση της Γιακοβή.[12]
Συμπεράσματα
Από την επισκόπηση των παραπάνω προκύπτει ότι το θέμα του ενδεχόμενου δόλου επιφέρει σημαντικές εξελίξεις στη νομολογία του δικαίου ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Οι εξελίξεις αυτές διαμορφώνονται κυρίως από τις αναιρέσεις που εκδικάζονται στον Άρειο Πάγο. Από τις 31.12.2020 έχει καταργηθεί η δυνατότητα υποβολής αίτησης ρύθμισης οφειλών στα πλαίσια του Ν. 3869/2010. Ωστόσο η πληθώρα εκκρεμών υποθέσεων και η άσκηση ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που εκδίδονται συνεπάγεται ενεργή νομολογία. Τα βασικά σημεία αυτής ήδη από το 2018 έχουν σε ακυρωτικό επίπεδο αποκρυσταλλωθεί και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά το χειρισμό και εκδίκαση υποθέσεων υπερχρεωμένων νοικοκυριών είτε σε επίπεδο πρωτόδικης αίτησης, είτε έφεσης ή αναίρεσης.
[1] ΑΠ 1421/2018, ΑΠ 755/2018, ΑΠ 156/2018, ΑΠ 515/2018, άπασες δημοσ. σε ιστότοπο Αρείου Πάγου.
[2] ΑΠ 515/2018, δημοσ. σε ΤΝΠ Nomos, αρ. 740104.
[3] ΜΠΑθ 5451/2019, δημοσ. σε TNΠ Nomos, αρ. 754971.
[4] ΜΠΣυρ 103/2015 δημοσ. σε ΤΝΠ Nomos, αρ. 656273, 64/2018 ΕιρΠύργου, ό.π., αρ. 728185 και 115/2018 ΕιρΝεμέας, αδημ.
[5] ΑΠ 65/2017, δημοσ. σε Έψιλον 7, τ. 2017, σ. 567, ΑΠ 153/2017, δημοσ. σε ΤΝΠ Nomos, αρ. 698013 και ΑΠ 286/2017 δημοσ. σε Αρμενόπουλο, τ. 2017, σ. 1538.
[6] ΑΠ 734/2019, 1174/2019, 1400/2019, 1460/2019, 67/2020 και ΑΠ 90/2020, άπασες δημοσ. σε ιστότοπο Αρείου Πάγου.
[7] Γνωμδ ΝΣΚ 126/2012, δημοσ. σε ιστότοπο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ΜΠΚαλαμ 61/2016, δημοσ. σε ΤΝΠ Nomos, αρ. 673919, ΜΠΑιγ 32/2017, ό.π., αρ. 693107, ΜΠΗρ 648/2018, ό.π., αρ. 737083, ΕιρΠειρ 631/2019 ό.π., αρ. 747257, και ΜΠΠατρ 149/2020, ό.π., αρ. 772433.
[8] Αθ. Κρητικός (2016), Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση τον ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά τις επελθούσες νομοθετικές μεταβολές, Αθήνα: εκδ. Σάκκουλας, δ’ έκδ., 2016, σ. 53 επ., παρ. 38 επ.
[9] Ιακ. Βενιέρης, Θ. Κατσάς (2016), Εφαρμογή του Ν. 3869/2019 για τα Υπερχρεωμένα Φυσικά Πρόσωπα, Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, γ’ εκδ., σ. 91 επ.
[10] Δημ. Σπυράκος (2015), «Η έννοια της «δόλιας» αδυναμίας πληρωμής στο ν. 3869/2010», Εφαρμογές Αστικού Δικαίου, τ. 4, ετ. 2015, σ. 307 επ.
[11] Ιων. Μαμαδάς (2017), «Η δολιότητα του αιτούντος στην αίτηση για υπαγωγή στον Ν. 3869/2010», Ελληνική Δικαιοσύνη, τομ. 2017, σ. 373 επ. και ιδίως σ. 378.
[12] Χαρίλια Γιακοβή (2020), Προϋποθέσεις υπαγωγής στο Ν. 3869/2010 – έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και δόλου, Πρακτικά σε σεμινάριο ΕΣΔΙ, σ. 34.