Σημαντική επιβράδυνση στους ολοένα και αυξανόμενους πλειστηριασμούς – οι οποίοι έχουν πραγματοποιηθεί το τελευταίο έτος στη χώρα μας, και ταυτόχρονα έχουν ήδη προγραμματιστεί για το 2023 – έθεσε η με αρ. 822/2022 απόφαση της Ολομέλειας του ΑΠ, η οποία έκρινε περί της νομιμοποίησης των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων (funds) να προβαίνουν σε ενέργειες εκκίνησης ή συνέχισης διαδικασιών εκτέλεσης σε βάρος των οφειλετών (έκδοση και επίδοση διαταγών πληρωμής, επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης κλπ).
Ειδικότερα, η ΑΠ 822/2022 έκρινε ότι από το συνδυασμό των άρθρων 919 και 925 ΚΠολΔ σε περίπτωση διαδοχής στη διαδικασία εκκρεμούς αναγκαστικής εκτέλεσης καθιερώνεται υποχρέωση κοινοποίησης στον οφειλέτη ή στον καθ’ ου, αφενός της κατ’ άρθρο 924 παρ. 1 ΚΠολΔ επιταγής και αφετέρου των εγγράφων που αποδεικνύουν τη διαδοχή (ειδική ή καθολική) του επισπεύδοντος. Η επιταγή αυτή δεν συνιστά την πρώτη πράξη της προδικασίας νέας αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά περιέχει την επίσημη γνωστοποίηση ότι ενεργοποιήθηκε η διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ, για την επέκταση των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας σε πρόσωπα που δεν αναφέρονται στον εκτελεστό τίτλο ως δικαιούχοι ή υπόχρεοι, προκειμένου είτε να γίνει εκούσια εκπλήρωση της παροχής είτε να αμφισβητηθεί, με ανακοπή, η υποχρέωση του καθ’ ου [Κεραμέας, Κονδύλης, Νίκας (2017), Ερμηνεία ΚΠολΔ, Αθήνα: εκδ. Σάκκουλας, τομ. Α’, β’ εκδ., σ. 498]. Παρά δε το γεγονός ότι η επίδοση της ως άνω (νέας) επιταγής δεν αποτελεί πράξη έναρξης νέας αναγκαστικής εκτέλεσης, εντούτοις, ως πράξη της ήδη αρξαμένης εκτέλεσης, που είναι αναγκαία για την έγκυρη συνέχιση της κύριας διαδικασίας της, προσβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Αδιάφορη δε παραμένει η άλλοθεν γνώση της διαδοχής από τον καθ’ ου, ενώ η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας [βλ. ΑΠ 345/2006, δημοσ. σε Ελληνική Δικαιοσύνη, τ. 2006, σ. 807 και σε Ιω. Μπρίνιας (1983), Αναγκαστική Εκτέλεσις, Αθήνα: εκδ. Αντ. Σάκκουλας, άρθρο 925 παρ. 124, σ. 319]. Η ratio legis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου 925 ΚΠολΔ εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ως προς τη διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή και εφαρμόζεται και επί μετάθεσης της νομιμοποίησης προς δικαστική επιδίωξη της απαίτησης από το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης σε τρίτο – μη δικαιούχο διάδικο. Εξάλλου, η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν θεραπεύεται με τη μεταγενέστερη προσκόμιση αυτών στη δίκη της ανακοπής (βλ. ΜΠρΠειρ 1859/2022 δημοσιευμένη σε ιστότοπο Πρωτοδικείου Πειραιά, ΑΠ 914/2018 δημοσιευμένη σε ΤNΠ Nomos, αρ. 752011, ΑΠ 782/1994 δημοσιευμένη σε Ελληνική Δικαιοσύνη, τ. 1995, σ. 838).
Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η πλέον πρόσφατη με αρ. 3570/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κρίνοντας πως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 ΚΠολΔ, ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση προτού κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν. Δηλαδή οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη όσο και τη συνέχιση της υπό του δικαιοπάροχου αρξάμενης εκτέλεσης, είναι δε ανεξάρτητος και πρέπει να γίνεται ακόμη και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε άλλοθεν γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα το διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή του και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια είτε είναι ιδιωτικά. Απαιτείται δε η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης της απλής μνείας τούτων.
Η τυχόν επίκληση μετέπειτα της ΑΠ 822/2022 νομολογίας του ανωτάτου ακυρωτικού (και δη οι 1102/2022 και 1343/2022 τμημάτων του ΑΠ) που προβαίνουν σε διαφορετική ερμηνεία, άγει την τελική κρίση στον Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Ωστόσο η δικονομική πορεία των υποθέσεων προβλέπεται χρονικά να διαρκέσει άνω του ημερολογιακού έτους. Κατ’ αυτό τον τρόπο όμως δημιουργείται πασιφανής ανασφάλεια δικαίου αφού αν η Ολομέλεια τελικώς -και όπως όλοι οι θεωρητικοί αλλά και η νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας κρίνει- συνταχθεί με τη με αρ. 822/2022 τότε τυχόν αντίθετες αποφάσεις επί ανακοπών θα οδηγήσουν σε διενέργεια πλειστηριασμών και απώλεια αποκλειστικών και μοναδικών κύριων κατοικιών, με αδυναμία επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα τους κατάσταση. Επομένως προς εξασφάλιση των συμφερόντων όλων των διαδίκων πλευρών (ανακοπτόντων και καθ’ ων/επισπευδόντων πλειστηριασμούς) θα πρέπει να γίνονται δεκτές οι σχετικές ανακοπές: ταυτόχρονα οι εκδοθησόμενες αποφάσεις θα πρέπει να κηρύσσονται προσωρινώς εκτελεστές έτσι ώστε τα τυχόν ασκηθέντα ένδικα μέσα να μην συνιστούν ανασταλτικό παράγοντα για την τελεσιδικία αποφάσεων που ακυρώνουν πλειστηριασμούς, διότι διαφορετικά στην περίπτωση που η Ολομέλεια κρίνει πως συννόμως οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων επισπεύδουν πλειστηριασμούς, οι τελευταίες θα μπορούν να επανέλθουν με νέο πρόγραμμα.
0
Πρόσφατα σχόλια