Του Δρ.Ν. Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη.
Μεταδιδακτορικού Ερευνητή Νομικής ΑΠΘ
δικηγόρου-διαπιστευμένου διαμεσολαβητή-DPO
Εισαγωγή
Σκοπός του ως δικαιώματος επικοινωνίας είναι η ικανοποίηση του φυσικού αισθήματος αγάπης μεταξύ του μη ασκούντα την επιμέλεια γονέα και του τέκνου του και η αποτροπή της αμοιβαίας αποξένωσης τους, η οποία θα ασκούσε βλαπτική επίδραση στο συμφέρον του παιδιού. Ωστόσο παρατηρείται πολλάκις το φαινόμενο να δημιουργούνται προστριβές σχετικά με το αν ο έχων το δικαίωμα επικοινωνίας το ασκεί προσηκόντως. Προβλήματα δημιουργούνται όταν η άρνηση επικοινωνίας, τόσο με τον έτερο γονέα όσο και με τους άλλους συγγενείς του) προέρχεται από το ίδιο το παιδί και ποια είναι η ευθύνη του ασκούντα την επιμέλεια γονέα. Η παρούσα δημοσίευση λειτουργεί συμπληρωματικά με την προτεραία, που αφορά τις περιπτώσεις παρεμπόδισης άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας.
Το συμφέρον του παιδιού, υπέρτατο κριτήριο για την επικοινωνία
Συχνά η αποξένωση που αισθάνονται τα παιδιά μας προς το γονέα που δεν διαμένουν μαζί του -ιδίως αν ο γονέας αυτό μετέρχεται λάθος χειρισμούς απέναντι στο παιδί- διαμορφώνουν καταστάσεις που το τέκνο αρνείται να έχει επικοινωνία με τον γονέα. Σε περιπτώσεις απολύτως αρνητικής στάσης του παιδιού απέναντί στον έχοντα δικαίωμα επικοινωνίας γονέα, κρίσιμη είναι η στάση του ασκούντα την επιμέλεια γονέα.
Η δικαστική απόφαση που καλείται να ρυθμίσει το δικαίωμα επικοινωνίας, υποχρεούται να ρυθμίσει αυτό με γνώμονα πάντα το συμφέρον του τέκνου και όχι την ικανοποίηση των θελήσεων των δικαιούχων της επικοινωνίας ή των ασκούντων τη γονική μέριμνα, οι οποίοι, στη διαμάχη τους για την επικοινωνία, συχνά δεν κινούνται από πνεύμα προστασίας του συμφέροντος του τέκνου, αλλά από το πνεύμα ικανοποίησης του εγωισμού τους.[1]
Κατά την νομολογία του ανωτάτου ακυρωτικού, για να υπάρξει παρεμπόδιση της επικοινωνίας από το γονέα που έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου πρέπει ο παρεμποδίζων να ενεργεί από πρόθεση, με σκοπό δηλαδή να παρεμποδιστεί η επικοινωνία, λ.χ. όταν παροτρύνει και γενικά εξωθεί το τέκνο να αποφύγει την επικοινωνία.[2] Στην ελληνική έννομη τάξη πάγια είναι η θέση της νομολογίας πως «εκτός από απλές υποδείξεις, ο υπόχρεος γονέας δεν έχει νομική υποχρέωση να κάμψει την άρνηση του τέκνου του πειθαναγκάζοντάς το προς το σκοπό αυτό με κάθε μέσο».[3] Επιπρόσθετα, μόνη η άρνηση του τέκνου να επικοινωνήσει με τον άλλον γονέα, για λόγους που αφορούν το ίδιο, δεν οφείλεται κατ’ ανάγκη, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε επίδραση του γονέα που είναι υποχρεωμένος να ανέχεται την επικοινωνία.[4]
Υπάρχει, ως μειοψηφούσα, η νομολογιακή άποψη ότι στις οικογενειακές σχέσεις, σύμφωνα και με τις διατάξεις του αρθρ. 950 ΚΠολΔ, η υλοποίηση εκτέλεσης των διατάξεων των αποφάσεων, που ρυθμίζουν τις σχέσεις γονέων και παιδιών, δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την βούληση αυτών, αλλά την εκτέλεση αναλαμβάνει δικαστικός επιμελητής και, σε περίπτωση άρνησης του άλλου γονέα, επιβάλλονται τα προβλεπόμενα από το παραπάνω άρθρο του ΚΠολΔ μέτρα αποκλεισμένης της εφαρμογής του αρθρ. 232Α παλαιού ΠΚ ή 169Α νέου ΠΚ.[5] Παντελώς εξαιρετικώς πλήρης αποκλεισμός της επικοινωνίαςΕφόσον η ανάγκη προστασίας του συμφέροντος του παιδιού το επιβάλλει, μπορεί να διατάσσεται από το Δικαστήριο και πλήρης αποκλεισμός του δικαιώματος επικοινωνίας. Για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του παιδιού λαμβάνονται υπόψη τόσο η υποκειμενική πλευρά του παιδιού, η ψυχική του διάθεση και στάση σε σχέση με την επικοινωνία, όσο και αντικειμενικά αξιολογικά κριτήρια. Η ψυχική στάση του παιδιού είναι μεταβλητή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχει δευτερεύουσα σημασία. Η εκτίμηση της υποκειμενικής πλευράς του παιδιού συνδέεται κυρίως με την ανάγκη προστασίας του στο παρόν από την επιβάρυνση και τις συνακόλουθες δυσμενείς επιπτώσεις που θα συνεπάγεται γι` αυτό μια επικοινωνία που είναι αντίθετη προς τη θέλησή του. Από αντικειμενική άποψη, σημαντικό ρόλο θα διαδραματίζει στη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης προσδιορισμού του συμφέροντος του παιδιού η μακροπρόθεσμη -με βάση τη μελλοντική προοπτική- ανάγκη της διατήρησης της επαφής με τον άλλο γονέα και οι επιδράσεις που αυτή έχει στην εν γένει ανάπτυξη και εξέλιξη της προσωπικότητας του παιδιού. Με βάση την αρχή της αναλογικότητας, η επιβολή του αποκλεισμού τελεί υπό την προϋπόθεση ότι άλλα ηπιότερα μέτρα κατάλληλης ρύθμισης της επικοινωνίας έμειναν χωρίς αποτέλεσμα, ή η αναποτελεσματικότητά τους είναι δεδομένη εκ των προτέρων.[6]
Εξαιρετική η παρεμπόδιση επικοινωνίας με παππούδες
Οι απώτεροι ανιόντες έχουν αυτοτελές δικαίωμα, που πηγάζει ευθέως από το νόμο, προσωπικής επικοινωνίας με το παιδί (εγγόνι), το οποίο τους παρέχει τη δυνατότητα να ζητήσουν δικαστική προστασία ασκώντας τις αντίστοιχες αιτήσεις δικαστικής προστασίας. Συνεπώς, οι απώτεροι ανιόντες και μόνο νομιμοποιούνται ενεργητικώς, εφόσον το επιθυμούν, να ασκήσουν το δικαίωμα που τους παρέχει ο νόμος, αν και εφόσον αυτό παρεμποδίζεται.
Η ρυθμιζόμενη επικοινωνία είναι δυνατόν κατ’ εξαίρεση να παρεμποδιστεί από το γονέα ή τους γονείς (λ.χ. σε περίπτωση επικοινωνίας με παππούδες-γιαγιάδες) που ασκούν τη γονική μέριμνα, όταν συντρέχει κάποιος σοβαρός λόγος.[7] Το Δικαστήριο, προκειμένου να ρυθμίσει το δικαίωμα επικοινωνίας των απώτερων ανιόντων με το ανήλικο τέκνο, πρέπει πρωτίστως να λαμβάνει υπόψη του το συμφέρον του παιδιού, έτσι ώστε η έλλειψη επικοινωνίας του ανηλίκου παιδιού με τους απώτερους ανιόντες του είναι δυνατόν σε ορισμένες περιπτώσεις να εμφανίζεται δικαιολογημένη.
Συμπεράσματα
Το δικαίωμα της επικοινωνίας αποτελεί τον απαραίτητο σύνδεσμο μεταξύ του μη ασκούντα την επιμέλεια γονέα και του παιδιού του. Κρίσιμο είναι το δικαίωμα αυτό να ασκείται προσηκόντως, προς όφελος του παιδιού και της ομαλής ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης και διατήρησης ισχυρών προσωπικών δεσμών και με τους δύο γονείς. Εντούτοις σε περιπτώσεις που η άρνηση του παιδιού να επικοινωνήσει με τον γονέα, εργαλειοποιείται από τον τελευταίο -υπό την προϋπόθεση ότι όντως ο ασκών την επιμέλεια γονέας δεν παρεμποδίζει την επικοινωνία- προκειμένου να μεμφθεί τον έτερο γονέα για παραβίαση όρων δικαστικής απόφασης, υφίσταται σαφής νομολογιακή και θεωρητική τεκμηρίωση και δυνατότητες άμυνας από τον ασκούντα την επιμέλεια. Από την άλλη η κακή άσκηση της επικοινωνίας μπορεί να άγει έως και σε αποστέρηση του σχετικού δικαιώματος τόσο από το γονέα όσο ακόμα και από συγγενείς αυτού. Ασφαλώς, το θέμα είναι συχνά περιπτωσιολογικό· επομένως θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και πραγματικά περιστατικά κάθε υπόθεσης.
[1] ΕφΑθ 416/1999, δημοσ. σε Αρχείο Νομολογίας, τ. Να’, σ. 357.
[2] ΑΠ 1339/1982 δημοσ. σε Ελληνική Δικαιοσύνη, τ. 1983, σ. 426, ΑΠ 1955/1986 δημοσ. σε Νομικό Βήμα, τ. 1987, σ. 1230, ΑΠ 197/1987 δημοσ. σε Νομικό Βήμα, τ. 1988, σ. 112-113, ΑΠ 1241/1987 δημοσ. σε Νομικό Βήμα, τ. 1988, σ. 1444, ΑΠ 1478/1987 δημοσ. σε Εφημερίδα Ελλήνων Νομικών, 1988, σ. 805, ΑΠ 422/1999 δημοσ. σε Ελληνική Δικαιοσύνη, τ. 1999, σ. 1546, ΑΠ 429/2002, δημοσ. σε Ελληνική Δικαιοσύνη, τ. 2002, σ. 1622, και ad hoc ΔιατΕισΑεροδΑθ 18/8Μαρτ2004 δημοσ. σε Ποινικά Χρονικά, τ. ΝΣτ’, σ. 858 και επίσης ad hoc 2/7Φεβρ2008 ΤριμΑεροδΘ, αδημ
[3] ΑΠ 429/2002, δημοσ. σε Ελληνική Δικαιοσύνη τ. 2002, σ. 1621, ΑΠ 499/1994, δημοσ. σε Εφημερίδα Ελλήνων Νομικών τ. 1995, σ. 355, ΑΠ 197/1987 δημοσ. σε Νομικό Βήμα, τ. 1988, σ. 112, και ΕφΑθ 292/1991 δημοσ. σε Νομικό Βήμα, τ. 1991, σ. 1220
[4] Κ. Κεραμέας, Δ. Κονδύλης, Ν. Νίκας (2000), Ερμηνεία ΚΠολΔ, Αθήνα: εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, τ. Β’, σ. 1833-1834, ΑΠ 197/1987 δημοσ. σε Νομικό Βήμα, τ.1988, σ. 112 και ΕφΘεσ 693/2001 δημοσ. σε Αρμενόπουλο, τ. 2001, σ. 698).
[5] ΔιατΕισΕφΛαρ 55/21Ιουν2004, δημοσ. σε Ποινικά Χρονικά, τ. Νδ’, σ. 955. Κατά την επικαλούμενη διάταξη ορθά απορρίφθηκε η έγκληση από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για το αδίκημα του άρ. 232Α ΠΚ, εφόσον η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που ρύθμιζε την επιμέλεια των τέκνων της εγκαλούμενης δεν εξαρτιόταν αποκλειστικώς από την βούληση της, αλλά μπορούσε να ανατεθεί σε Δικαστικό Επιμελητή
[6] Πουλιάδης (1993), «άρθρο 1520 ΑΚ», σε Γεωργιάδης-Μ. Σταθόπουλος, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, Αθήνα: εκδ. Αντ. Σάκκουλας, σ. 231 επ., καθώς και ΜονΠρΛιβ 44/1990, δημοσ. σε Ελληνική Δικαιοσύνη, τ. 31, σ. 1081.
[7] ΑΠ 22/1996, δημοσ. σε Νομικό Βήμα, τ. 1998, σ. 205, καθώς και ΑΠ 5/2005 δημοσ. σε ΤΝΠ Nomos.