Του Δρ.Ν. Εμμανουήλ Εμμανουηλίδη.
Μεταδιδακτορικού Ερευνητή Νομικής ΑΠΘ
δικηγόρου-διαπιστευμένου διαμεσολαβητή-DPO
Εισαγωγή
Συχνά σε υποθέσεις ρύθμισης σχέσεων γονέων-τέκνων μέρος της αντιδικίας είναι το δικαίωμα επικοινωνίας του μη έχοντα την επιμέλεια γονέα με το παιδί του. Αρκετές φορές ο γονέας που απολαμβάνει του δικαιώματος επικοινωνίας δεν μπορεί να το ασκήσει, λόγω άρνησης του έτερου γονέα να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή του να ανέχεται την επικοινωνία. Στο παρόν άρθρο θα γίνει αναφορά στις δικονομικές δυνατότητες του έχοντα το δικαίωμα επικοινωνίας γονέα, κατά του άλλου που δε συμμορφώνεται με την υποχρέωση ανοχής. Τονίζεται εξ αρχής πως πρόκειται για διαφορετική περίπτωση όταν ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια τηρεί την υποχρέωση παράδοσης του παιδιού για επικοινωνία, αλλά το παιδί αρνείται να ακολουθήσει τον έτερο γονέα (θέμα που αναλύεται σε επόμενη δημοσίευση).
Η παραβίαση όρων δικαστικής απόφασης, άρθρο 169Α νΠΚ (παλιό 232Α ΠΚ)
Η διάταξη του άρθρου 169Α νΠΚ, μετά την ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα από 1η Ιουλίου 2019 (άρθρο 460 του νΠΚ), μεταφέρθηκε εν μέρει από το κεφάλαιο των εγκλημάτων σχετικά με την απονομή της δικαιοσύνης κατ’ άρθρο 232Α παλαιού ΠΚ στο κεφάλαιο των εγκλημάτων σχετικά με προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας και συγκεκριμένα στο άρθρο 169Α παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα περί παραβίασης δικαστικών αποφάσεων, σύμφωνα με το οποίο: «Όποιος δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή ή διάταξη δικαστικής ή εισαγγελικής απόφασης σχετική με τη ρύθμιση της νομής ή της κατοχής, την άσκηση της γονικής μέριμνας, την επικοινωνία με το τέκνο και τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή». Η αρχικά προβλεπόμενη διατύπωση ως προς το εύρος της επαπειλούμενης ποινής από «έως ένα έτος» αντικαταστάθηκε από τις λέξεις «έως τρία έτη», με το άρθρο 3 παρ.7 Ν. 4637/2019.[1]
Νομολογείται -ως προς το νυν άρθρο 169Α νΠΚ αλλά και την προγενέστερη μορφή του με αρ. 232Α ΠΚ- ότι για την πλήρωση της υπόστασης του εγκλήματος της μη τήρησης όρων δικαστικής απόφασης απαιτείται αντικειμενικά μεν, μεταξύ άλλων, η μη συμμόρφωση σε διάταξη δικαστικής απόφασης, με την οποία ο δράστης υποχρεώθηκε σε πράξη, που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του, υποκειμενικά δε κοινός δόλος, που συνίσταται στη γνώση και στη θέληση παραβίασης της διάταξης της απόφασης. Ειδικότερα, η δικαστική απόφαση, που ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με το ανήλικο τέκνο, είναι μεν διαπλαστική και όχι καταψηφιστική, πλην, όμως, για την πλήρωση της αντικειμενικής και της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος τούτου δεν απαιτείται η παραβιαζόμενη αυτή απόφαση να διαλαμβάνει εξαναγκαστικά μέτρα (άρθρ. 946, 947 του ΚΠολΔ) ή να έχει επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεσή της κατά τον ΚΠολΔ,[2] ούτε απαιτείται τυπική επίδοση της απόφασης, αλλά αρκεί ο υπόχρεος προς συμμόρφωση να έλαβε με οποιονδήποτε τρόπο γνώση αυτής. Ιδίως η νομολογία δέχεται ότι ο έχων το δικαίωμα αποκλειστικής άσκησης της επιμέλειας συχνά φαινομενικά μόνο επιτρέπει την εν λόγω επικοινωνία, παροτρύνοντας δήθεν το ανήλικο να ακολουθήσει τον έτερο γονέα του, όταν εκείνος προσέρχεται στην κατοικία τους για να το παραλάβει. Συχνά στην πραγματικότητα ο έχων την επιμέλεια γονέας εν απουσία του έχοντος δικαίωμα επικοινωνίας γονέα τον συκοφαντεί ενώπιον του τέκνου, με αποτέλεσμα εκείνο άλλοτε να διάκειται αρνητικά απέναντί του και άλλοτε να αρνείται πράγματι να τον ακολουθήσει φοβούμενο τις μετέπειτα αντιδράσεις του ασκούντος την επιμέλεια γονέα του απέναντι στο ίδιο. Σε κάθε περίπτωση, ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια μπορεί να ευθύνεται για την ματαίωση της επικοινωνίας όταν δεν ενεργεί με τρόπο, ώστε να καμφθεί σταδιακά και ομαλά η όποια άρνηση του τέκνου της να επικοινωνήσει με τον έτερο γονέα. Η αντίφαση αυτή καταφανώς αντενδείκνυνται για την επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού της διατήρησης αγαστών σχέσεων μεταξύ του παιδιού και του γονέα που δεν ασκεί επιμέλεια: ο ασκών την επιμέλεια γονέας δεν πρέπει να επιβαρύνει ψυχολογικά το τέκνο ούτε να λειτουργεί αποτρεπτικά σε σχέση με την πραγματοποίηση της επικοινωνίας.[3]
Άρθρο 1520 ΑΚΩς προς το αστικό σκέλος γίνεται δεκτό ότι κατά το αρθρ. 1520 ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 17 του Ν. 1329/1983, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό, τα σχετικά δε με την επικοινωνία καθορίζονται ειδικότερα από το δικαστήριο. Εξάλλου κατά μεν το αρθρ. 950 παρ. 2 ΚΠολΔ «αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, η απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία μπορεί να απειλήσει με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εκείνον που εμποδίζει την επικοινωνία και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 947» κατά δε το αρθρ. 947 αυτού, «το Μονομελές Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να βεβαιώσει την παράβαση και να καταδικάσει στη χρηματική ποινή και στην προσωπική κράτηση». Επαναλαμβάνεται ότι είναι διαφορετική η περίπτωση, και διαφορετικά αντιμετωπίζεται από τα δικαστήρια, το να συντρέχει περίπτωση ματαίωσης της επικοινωνίας λόγω άρνησης του τέκνου. Ναι μεν δε θεσπίζεται με οποιαδήποτε κανόνα υποχρέωση αυτού να κάμψει την ανωτέρω άρνηση, πειθαναγκάζοντας προς το σκοπό αυτό το τέκνο του με κάθε μέσο.[4] Αν όμως ο ασκών την επιμέλεια γονέας παρεμποδίζει το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του άλλου γονέα με το τέκνο, ενεργεί με πρόθεση ματαίωσης και αποτροπής αυτής· αυτό εν τέλει επιτυγχάνεται όταν ο έχων την επιμέλεια ως υπόχρεος παροτρύνει ή εξωθεί το τέκνο να αποφύγει την επικοινωνία.[5]
Γίνεται δεκτό ότι παρεμποδίζει το τέκνο και ο παροτρύνων και εν γένει εξωθών τούτο να αποφύγει την επικοινωνία.[6] Δυστυχώς οι συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ των γονέων, ορισμένες φορές ωθούν τον έχοντα την επιμέλεια γονέα να δηλώνει τόσο προς τρίτα πρόσωπα όσο και προς τον έτερο γονέα ότι ούτε στο μέλλον πρόκειται να συμμορφωθεί με την εκδοθείσα δικαστική απόφαση, μη σεβόμενος προφανώς τη δεσμευτικότητά της, γεγονός που συνιστά ομολογία της παραβίασης υποχρέωσης ανοχής της επικοινωνίας.[7] Άλλωστε, για να υπάρξει παρεμπόδιση της επικοινωνίας από το γονέα που έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου πρέπει ο παρεμποδίζων να ενεργεί από πρόθεση, με σκοπό δηλαδή να παρεμποδιστεί η επικοινωνία, λ.χ. όταν παροτρύνει και γενικά εξωθεί το τέκνο να αποφύγει την επικοινωνία. Το νομολογιακό συμπέρασμα αυτό είναι διαχρονικό αφού επί δεκαετίες οι δικαστικές αποφάσεις ακολουθούν αυτό το σκεπτικό.[8]
Συμπεράσματα
Το δικαίωμα επικοινωνίας είναι ουσιώδες για την ανάπτυξη ομαλών σχέσεων του παιδιού με το γονέα που δεν ασκεί την επιμέλειά του. Οι κατευθύνσεις που έχουν δημοσιευτεί στο προσχέδιο της νέας νομοθεσίας περί συνεπιμέλειας τείνουν να συνδέσουν την ανοχή στην επικοινωνία ως ένδειξη της καλής άσκησης της επιμέλειας, ενώ σε διαφορετική περίπτωση άγουν σε γονεϊκή αποξένωση. Μάλιστα το τεκμήριο της επικοινωνίας στο 1/3 του συνολικού χρόνου του παιδιού, αφενός θα οδηγήσει σε αύξηση των διαπροσωπικών επαφών παιδιού-μη ασκούντα την επιμέλεια γονέα· αφετέρου θα πρέπει κατά την εφαρμογή της νέας νομοθεσίας να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο έχων δικαίωμα επικοινωνίας θα πρέπει να την ασκεί προσηκόντως συμβάλλοντας και αυτός με τη σειρά του στην ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη του παιδιού.
[1] ΦΕΚ 180/Α’/18.11.2019.
[2] ΑΠ 1094/2014, δημοσ. σε ΤΝΠ Nomos, αρ. 646406, ΑΠ 1806/2010 δημοσ. σε ιστότοπο Αρείου Πάγου.
[3] ΑΠ 897/2019, δημοσ. σε ΤΝΠ Nomos, αρ. 776793, ΑΠ 1237/2019 δημοσ. ό.π., αρ. 779653.
[4] ΑΠ 429/2002, δημοσ. σε Νομικό Βήμα, τ. 50, σ. 1863, ΑΠ 422/1999, δημοσ. σε Ελληνική Δικαιοσύνη, τ. 40, σ. 1546.
[5] ΕφΑθ 1271/2005, δημοσ. σε Δικαιοσύνη, ετ. 2007, σ. 550.
[6] Ιω. Μπρίνιας (1980), Αναγκαστική Εκτέλεση, Αθήνα: εκδ. Αντ. Σάκκουλας, σ. 684.
[7] ΑερΑθ 21/2014, δημοσ. σε Ποινικά Χρονικά, ετ. 2014, σ. 629.
[8] ΑΠ 1339/1982, δημοσ. σε Ελληνική Δικαιοσύνη, ετ. 1983, σ. 426, ΑΠ 1955/1986, δημοσ. σε Νομικό Βήμα, ετ. 1987, σ. 1230, ΑΠ 197/1987 δημοσ. ό.π, ετ. 1988, σ. 112-113, ΑΠ 1241/1987, ό.π., ετ. 1988, σ. 1444, ΑΠ 1478/1987 δημοσ. σε Εφημερίδα Ελλήνων Νομικών, ετ. 1988, σ. 805, ΑΠ 422/1999, δημοσ. σε Ελληνική Δικαιοσύνη, ετ. 1999, σ. 1546, ΑΠ 429/2002 δημοσ. σε Ελληνική Δικαιοσύνη, ετ. 2002, σ. 1622, και ΔΕισΑερΑθ 18/8.3.2004, δημοσ. σε Ποινικά Χρονικά, τ. ΝΣτ’, σ. 858.